- κωμοδρομῶν
- κωμοδρομέωrun through villagespres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κωμοδρομώ — κωμοδρομῶ, έω (AM) [κωμοδρόμος] γυρίζω από κώμη σε κώμη («ἀνεφάνη τις ἐκ τῆς Ἰταλῶν χώρας κωμοδρομῶν», Μαλαλ. Ι.) … Dictionary of Greek